25 Απριλίου 2009

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΡΑΚΙΑ


Ξύπνησα σήμερα με έναν εφιάλτη. Είδα λέει ότι ήμουν βουλευτής του «κυβερνόντος» κόμματος της Νέας Δημοκρατίας (τώρα πόσο νέο μπορεί να είναι ένα κόμμα τριάντα τεσσάρων ετών δεν ξέρω).

Βρισκόμουν λέει σε κάποιο υπουργικό συμβούλιο. Καθόμουν ακριβώς απέναντι από τον σεμνό και ταπεινό. Πω, πω, το παλικάρι ήταν κομμένο, όλο κούραση, τα βλέφαρα του έκλειναν, σημάδι ότι νύσταζε, τα χέρια του σήκωναν το φλιτζάνι με τον καφέ και ο μισός χύνονταν στο πιατάκι. Σημάδι και αυτό ότι έπαιζε όλη νύχτα Play Station, με ανοιχτή μάλιστα την δόνηση, εξ ου και το τρέμουλο στα χέρια.

Σκεφτόμουν ότι θα θέλει να κάνει έναν νέο ανασχηματισμό. Τι θα ανασχημάτιζε; Δεν είμαι σίγουρος, αλλά κάτι θα έβρισκε μάλλον να ανασχηματίσει. Κάθε τόσο το κουρασμένα μάτια του σεμνού και ταπεινού έπεφταν επάνω μου. Είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι κάτι κακό με περίμενε.

Αφού για δεκαπέντε λεπτά άστραφταν τα φλας και με τα τσιράκια τους δημοσιογράφους να κάθονται στα πόδια των υπουργών τελείωσε η όλη φάση και άδειασε η αίθουσα με το μακρύ τραπέζι, έκλεισαν οι πόρτες.

Ο σεμνός και ταπεινός και κουρασμένος, στράφηκε σε όλους εμάς. Πήρε βαθειά ανάσα, πέρασε την γλώσσα του πάνω από τα ξερά χείλια του και άρχισε να μιλάει σαν να μασούσε παράλληλα και κάποιο κομμάτι γλυκού.

«Λοιπόν;», είπε σαν να ήθελε απάντηση.

Δεν πήρε καμιά απάντηση, αφού όλοι οι υπόλοιποι μιλούσαν μεταξύ τους. Άκουγα όλους τους να λένε για τα πόσα πήραν από εδώ, πόσα πήραν από εκεί, τι μέτρα έπρεπε να παρθούν ώστε να μπορέσουν να γεμίσουν κι άλλο τις τσέπες τους.

Τότε ακούστηκε (τσιριχτά, όχι βροντερά), η φωνή του μεγάλου σεμνού και ταπεινού.

«Θα μου πει κανείς τι γίνετε;»

Ο μόνος που του απάντησε με ερώτηση όμως ήταν ένας που έβαλε το χέρι του σαν χωνί στο αυτί του ρωτώντας…

«Πώς είπατε πρόεδρε;»

Μη νομίζετε ότι όλοι οι άλλοι απάντησαν, συνέχισαν να μιλάνε για τρόπους που θα γέμιζαν ακόμα πιο πολύ τις τσεπούλες τους…

Ο κουρασμένος αλλά με γεμάτες τις τσέπες του σεμνός και ταπεινός, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω σαν πουλί που προσπαθεί να προχωρήσει και έκανε μια αδιάφορη κίνηση.

Ήταν που με έβλεπε ίσως για πρώτη φορά, αλλά μάλλον δεν ήταν αυτό, γιατί έτσι κι αλλιώς ούτε που ήξερε τι του γινόταν. Κι όμως με την κίνηση αυτή, όλοι οι υπόλοιποι σηκώθηκαν και ένας, ένας άρχισαν να βγαίνουν από την αίθουσα.

Κάτω είχαν στηθεί τα τσιράκια η δημοσιογράφοι και έκαναν ερωτήσεις που τις είχαν γραμμένες στο χαρτί τους. Οι ερωτώμενοι απαντούσαν μεν, αλλά η μόνη λέξη που ακούγονταν από το στόμα τους ήταν «Θα», «Θα».

Στο τέλος, μίλησε και ο σεμνός, ταπεινός και πάνω απ’ όλα κουρασμένος αρχηγός. Πρώτα χασμουρήθηκε, έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί (κάτι σαν σκονάκι) και αμέσως μετά είπε.

«Οι άλλοι, οι προηγούμενοι φταίνε, που κυβέρνησαν πριν τρία χρόνια, εμείς μεν κυβερνούσαμε πριν τρία χρόνια, αλλά παραλάβαμε καμένη γη, έτσι παραδώσαμε στους εαυτούς μας και πάλι καμένη γη, αλλά να ξέρετε θα ρίξουμε άπλετο φως σε όλα, θα έλεγα θα βάλουμε το μαχαίρι στο κόκαλο, αλλά δεν το λέω, γιατί ήταν σλόγκαν των προηγούμενων και…»

Έφυγα, λίγο πιο πέρα άδειασα το στομάχι μου και σκέφτηκα ότι περνάω πολύ καλά που είμαι φυτό…

2 ΠΟΤΙΣANE:

♥ Palirroia ♥ on 25 Απριλίου 2009 στις 5:14 μ.μ. είπε...

Αυτός και αν είναι εφιάλτης εμένε θα μου αρκούσε μόνο να τον δω όχι και να μιλήσει.....αχ ραπανάκι μου....:)

ΡΑΠΑΝΑΚΙ on 25 Απριλίου 2009 στις 7:27 μ.μ. είπε...

Ευτυχώς που ήταν όνειρο. Το κακό είναι ότι ενώ τα όνειρα ξεχνιούνται, η πραγματικότητα ποτέ…

Δημοσίευση σχολίου

 

ΡΑΠΑΝΑΚΙ Copyright © 2008 Black Brown Art Template by Ipiet's Blogger Template