24 Ιουλίου 2011

Έξυπνοι και κουτοί...


Λοιπόν σήμερα, λέω να σας διηγηθώ ένα παραμύθι. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πώς να αρχίσω και πώς να τελειώσω . Τώρα θα μου πεις : “άρχισε εσύ και βλέπουμε...”. Αρχίζω λοιπόν και βλέπουμε.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν λέει μια μικρή χώρα που αποτελούνταν από κατοίκους που την μόνη φράση που ήξεραν να λένε καλά ήταν “Ωχ αδερφέ...”. Μετά ήρθε και προστέθηκε στο λεξιλόγιο τους και η φράση “Μη σε νοιάζει, έχει ο θεός...”.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια, και ο θεός είχε (μανία το έχει αυτός ο λαός να κάνει πλούσιο και έχοντα τον θεό του μέσα), αλλά αυτοί που έλεγαν αυτές τις φράσεις ποτέ δεν είχαν και ζούσαν με δανεικά.
Το καλύτερο δε απ' όλα ήταν ότι ο λαός αυτός, είχε αρχίσει να θεωρεί μάγκα τον κλέφτη. Μάλιστα όποιος ήταν καλύτερος κλέφτης γινόταν και αρχηγός αυτού του λαού και τον κυβερνούσε κλέβοντας τον συνεχώς. Φυσικά όσα πιο πολλά έκλεβε, τόσο πιο μάγκας γινόταν και θαυμάζονταν από τον λαό που τον είχε εκλέξει.
Με αυτά και με τα άλλα, ο μάγκας ζούσε καλά, πετούσε μερικά ψίχουλα (πάντα από τα κλεμμένα) και στον λαό που τον ψήφιζε και έτσι τα χρόνια περνούσαν. Φυσικά ο λαός αυτός περνούσε τον εαυτόν του για πολύ, μα πάρα πολύ έξυπνο.
Αλλά για να μην λέω (γράφω ήθελα να πω), πολλά, μια ωραία πρωία έβγαλε για αρχηγό του έναν βλαμμένο. Βλαμμένο; Χμ... αυτό παίζεται. Βλέπεις ο τύπος που έγινε αρχηγός, είχε φροντίσει να στήσει τούτο το προφίλ, για να γίνει αγαπητός.
Μόλις λοιπόν έγινε αρχηγός, αμέσως μετέτρεψε την φράση “Λεφτά υπάρχουν...”, σε “Λεφτά δεν υπάρχουν και φάτε κουράδες...”. Στην χώρα των “έξυπνων”, άρχισε να επικρατεί πανικός. Οι δήθεν κουτοί Φράγκοι, άρχισαν να ζητάνε τα λεφτά τους πίσω. Σιγά – σιγά ο “έξυπνος” λαός άρχισε να χάνει τα παλάτια και τις αυλές τις μαρμαρωμένες (γιατί μαρμαρωμένες; Μα γιατί μια ζωή με μαρμαρωμένους βασιλιάδες και άλλες τέτοιες ηλιθιότητες ζούσε αυτός ο λαός των έξυπνων, τα αυτοκίνητα πολυτελείας, τα σκάφη και τις πισίνες του. Σας λέω ο απόλυτος πανικός.
Στο μεταξύ ο βλαμμένος που τον κυβερνούσε (τον λαό των έξυπνων καλέ), άρχισε να σκύβει όλο και πιο πολύ στους δανειστές και κουτούς Φράγκους και άρχιζε να αρπάζει όλο και περισσότερα από τους “έξυπνους”.
Το κακό όμως ήταν ότι όλοι αυτοί οι έξυπνοι, ήθελαν να αντιδράσουν, αλλά ήταν δειλοί και το βόλεμα τόσων χρόνων τους είχε κάνει ακόμα πιο δειλούς και μαλθακούς. Ο βλαμμένος κατάλαβε ότι είχε να κάνει με δειλούς και έτσι έχωνε το βρώμικο χέρι του όλο και πιο βαθιά στις τσέπες των δειλών.
Ο καιρός περνούσε και σιγά – σιγά οι δειλοί δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποιοι πονηροί έριξαν μια ιδέα στο τραπέζι, έτσι ώστε οι δειλοί να κρύψουν την δειλία τους αλλά και να εκτονώσουν την οργή τους. Τους έβαλαν λοιπόν να κατέβουν στις πλατείες της χώρας με κατσαρόλες, τους έβαλαν να τις χτυπάνε μπας και διώξουν το κακό, τους έβαλαν να πετάνε πότε – πότε και κανένα γιαούρτι, που κάνει και καλό στην επιδερμίδα και όλο αυτό το παραλήρημα των ανόητων το βάπτισαν κίνημα λέει.
Έτσι όσο αυτοί κτυπούσαν κατσαρόλες, τόσο ο βλαμμένος που τους κυβερνούσε, υπέγραφε με τους κουτούς Φράγκους συμφωνίες για να τους σώσει, όχι τον λαό που κτυπούσε κατσαρόλες, να σώσει τους Φράγκους.
Τώρα θα μου πεις τι έγινε στο τέλος; Χμ... αυτό μάλλον θα το μάθετε πολύ σύντομα. Απλά θα ζήσουν οι έξυπνοι με τος κατσαρόλες σε απόλυτη φτώχεια, ενώ ο βλαμμένος μαζί με άλλους τριακόσιους θα ζήσουν στην χλιδή μιας και θα κάνουν τα χατίρια των “κουτών” Φράγκων μέχρι να ξεχρεώσουν οι έξυπνοι της πλατείας. Πότε θα ξεχρεώσουν; Μα θέλει και ρώτημα; Του αγίου πούτσου ανήμερα ρε αδερφέ...

0 ΠΟΤΙΣANE:

Δημοσίευση σχολίου

 

ΡΑΠΑΝΑΚΙ Copyright © 2008 Black Brown Art Template by Ipiet's Blogger Template